- κακαγγελτος
- κακάγγελτοςκᾰκ-άγγελτος2вызванный (причиненный) дурными вестями
(ἄχη Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄχη Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακάγγελτος — κακάγγελτος, ον (Α) [κακαγγελώ] αυτός που έχει προκληθεί από δυσάρεστη αγγελία («κακάγελτα ἄχη», Σοφ.) … Dictionary of Greek
κακάγγελτα — κακάγγελτος caused by ill tidings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)